αθελγής

αθελγής
ἀθελγής, -ές (Α) [θέλγω]
1. αυτός που δεν θέλγεται από κάτι
2. αυτός που δεν θέλγει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀθελγής — unappeased masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθελγέα — ἀθελγής unappeased neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀθελγής unappeased masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθελγέας — ἀθελγής unappeased masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθελγέες — ἀθελγής unappeased masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθελγέος — ἀθελγής unappeased masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασελγής — ές (AM ἀσελγής, ές) ο ακόλαστος, ο λάγνος αρχ. ο αδιάντροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση, κατά την οποία η λ. ασελγής αποτελεί βοιωτικό δάνειο < *αθελγής («τρελός») < θέλγω «αποβλακώνω μαγεύω», όπου το α πιθ. συνεσταλμένη βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

  • θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… …   Dictionary of Greek

  • ἀθελγέι — ἀθελγέϊ , ἀθελγής unappeased dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”